- ηλισκος
- ἡλίσκοςὁ гвоздик Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ηλίσκος — ἡλίσκος, ὁ (Α) μικρό καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηλ τού ήλος «καρφί» + υποκορ. κατάλ. ισκος (πρβλ. ακμον ίσκος, λυχν ίσκος)] … Dictionary of Greek
ἡλίσκος — little nail masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλίσκον — ἡλίσκος little nail masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλίσκους — ἡλίσκος little nail masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)